βαφιάτικα

βαφιάτικα
τα [βαφιάς]
το ποσό που πληρώνεται για τη βαφή υφάσματος ή νήματος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”